λουλακάτος

λουλακάτος
-η, -ο [λουλάκι]
λουλακής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λουλακάτος, -η, -ο — και λουλακής, ιά, ί αυτός που έχει το χρώμα του λουλακιού: Τι θα φτιάξεις με αυτό το λουλακάτο ύφασμα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”